Καππαδοκική διάλεκτος

Καππαδοκική διάλεκτος



Ανδριώτης, Ν.Π., Το Γλωσσικό Ιδίωμα των Φαράσων (Athens 1948),  
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ, Β. 1976. H σύνταξη στο φαρασιώτικο ιδίωμα της Kαππαδοκίας. Θεσσαλονίκη. 



Α
α = ένας / μία / ένα (κοινό για τα τρία γένη. Το άρθρο διατηρείται: ο, η, το)
αβγάτ’ς = αναβάτης / ιππέας / καβαλάρης.
άβου, άβο = άλλο
άβουγο, άβγο, το =  άλογο
αβούτζι, αούτζι = έτσι
αβτζής / -ίδες = κυνηγός / κυνηγοί > τ. av-cı, av = κυνήγι
αβτζιλίκι, το = περιοχή κυνηγίου / θήρα > τ. avcılık
αγζι = το στόμα του > τ. ağız = στόμα
αγός, ο = λαγός
αζγούνι = εξερεθισμένος, νευρικός > τ. azgιn
αϊτζής, ο = αρκουδιάρης > τ. ayι-cι, ayι = αρκούδα
άλεϊ = μόνο > τ. aleyh = εναντίον
ακ σαχαλλούς, ο = άσπρο – γένης> τ. ak sakal-lι, μεταφ. γέρων
αμναίνουμε = οργώνουμε (λαμναίνω = οργώνω)
αναμbρό = προηγουμένως > ανά + εμπρός
αντό = μερικά
απιδέ στέρου = από αυτό κι’ ύστερα
απιδού = απ’ εδώ
απός, ο = αωπός > αλεπού
αρέτσα, χαρέτσα, χ’αρε = τώρα δα
αρός = γερός / ζωντανός
ασκ ολσούν =  εύγε > αραβ. aşk αγάπη, olsun, να γίνει, ρ. olmak
ασλανίχι, το = αστεϊσμός
ασλάνος, ο = λιοντάρι > τ. a(r)slan
άσλη = σημασία / βασικώς > αραβ. asl / asıl θεμέλιο
ασότρα, η = υδρορρόα / αυλάκι νερού
ατέ = με τη μία / με μιας / αμέσως
ατόνε = κάποιοι
ατσίκ τσενέ = πολυλογάς > περσ. açık, ανοιχτό, çene, σαγόνι
άυνι = όμοια > τ. ayni
αυτέν = αυθέντης / κύριος
άφ εdέρσιν = με συγχωρείς > af edersin. [ αραβ.  af ]
αχίλι, το = νους / μυαλό > αραβ. akιl
αχιλλούς = μυαλωμένος > αραβ. akıl-lı
αχτούνε = κλωτσούν >  λακτίζω < λακτώ < αχτώ
αώνι, το = αλώνι

Β
βο, το = αυγό, πληθ. βα
βουρκανίζω = ουρλιάζω
βουρτόνι, το = βουρδών / βορδώνιο, μουλάρι / ημίονος
βυνατό = δυνατός (για τα τρία γένη)

Γ
γαϊρίδι, το = γαϊδούρι / γάιδαρος
γαλάς, ο = κάστρο > τ. kale
γαραννίχι, το = σκοτάδι > τ. karanlιk
γεμέκι, το = φαγητό > τ. yemek = τρώγω, φαΐ
γιαβάσα = σιγανά > τ. yavaş
γιαναστεύω = πλησιάζω > τ. yanaşmak
γιοκ = όχι > τ. yok
γιόξαμ = μήπως, ειδ’ άλλως  > τ. yoksa
γιουμπρούχι, το = γροθιά > τ. yumruk
γκέτμιεν = που δεν πηγαίνει > τ. gitmek «πηγαίνω»
γκιορέ = ως προς / αναλόγως > τ. göre
γνέντα = έναντι / απέναντι < αγνάντια
γουβάλι, το = βουβάλι
γουΐ, το = γουβί < γούβα / λάκκος > αρχ. γύπη ίσως < λατ. guba
γουργούρι, το = λαιμός < γούργουρας < βυζ.  «γουργουρισμός»
γουτζαχλατίζω = αγκαλιάζω > τ. kucaklamak
γουτνί, το = μεταξωτό ύφασμα
γροικάγκαν = γνώριζαν > βυζ. αγρ(ο)ικώ = καταλαβαίνω / ακούω
γρουκάτα, η = αγριόγατα

Δ
Δαιβοσύνη, η = διαβολιά / πονηριά
δεβαίνκε = διάβαινε / περνούσε, ρ, δεβαίνω
δεβάσκαν = διάβαζαν ( διαβάζω < δεβάζω)
δεχούς = δίχως
δομένο, ο, η, το = δαιμόνιο /  δαιμονισμένος / τρελός
δοτσεν = έδοσε / χτύπησε (αόριστ. του κρούω, όχι του δίδω)
δρα = αδρά / μεγάλα

Ε
ε = ένα
εδό = έλα, προστ. του έρχομαι, εδό αδέ: έλα εδώ
έκουασε = έκλασε  ρ. κουάνω  «κλάνω»
ελμάς = διαμάντι > αραβ. elmas
ένι = είναι
εννά = γεννά
έντσεν = γέννησε ρ. εννάω «γεννώ»
εσέογλου εσέκ =  γαϊδουρογάιδαρος > τ. eşek-oğlu eşek
έφκωσε = άπλωσε ( φκώνω = απλώνω )

Ζ
ζαναχέπ = ζαναχεύω / κοροϊδεύω
ζαπίτ’ς = αξιωματικός > αραβ. Zâbit = αρχηγός
ζελμόνσεν = ξέχασε, ρ. ζελμονώ
ζιντζί, το = αλυσίδα > περσ. zencir > τ. zincir
Ζιντζίτερε = τα Φλαβιανά. (Σε απόσταση δυο ώρες δρόμο από την

Η
ήγρεψε = κοίταξε, γρεύω = κοιτάζω

Θ
θάλι, το = λίθος, πέτρα
θέκνω = θέτω, τοποθετώ

Ι
ιζίνι, το = άδεια, διαταγή > αραβ. izin
‘ινούτουν = γινόταν, ‘ίνουμαι, γίνομαι, ωριμάζω
ινσάνι, το = άνθρωπος / νοήμων > αραβ. insan
ιτσινέ = μέσα > τ. içi-ne, iç

Κ
Καβάρη κάτζι, το = Καβάρη βράχος, τοπωνύμιο στα Φάρασα
κάκα, τα = περιττώματα
καλπατούνι, το = τανάλια > αραβ. kelpeten
κάμα, τα = άσκημα > τ. gam = καημός, θλίψη
καμπά νταής, ο = παλικαράς, τραμπούκος > τ. kaba-dayι (μπάρμπας)
κανάβι, το = σκοινί
κανίζω = σκίζω / σπάζω
καπατίστη = έκλεισε ( καπατίζω  «καλύπτω» ) > τ. kapamak
καπλάνι, το = τίγρης > τ. kaplan
καρά κίσι, το  = καταχείμωνο >  τ. kara-kιş (μαύρος χειμώνας)
καργάς, ο = κάργια / κόρακας > τ. karga
κατάρ = όσο > τ. kadar
κατέχκανε = κατέχανε / γνώριζαν, (ρ. κατέχω, γνωρίζω την αλήθεια)
κατζέφκην =  μιλούσε, κατζεύω = ομιλώ > κατζί = λόγος, ποντ. καλατζεύω
κάτζι, το = βράχος > τ. kaya
κατιέν = ουδέποτε / καθόλου > τ. katiyen
καφέσι, το = κλουβί > τ. kafes
κερdάνι, το = περιδέραιο / καδένα > περσ. gerdanlik > gerdan «λαιμός»
κέσκε = είθε / μακάρι > τ. keşke
κετζέ γιαρισή = μεσάνυχτα > τ. kece-yarιsι
κετσίμι, το = το ζην / βίος > τ. geçim
κετσιντίσετε = ζήσετε, ρ. κετσιντάω > τ. geçinmek, βιοπορίζομαι
κιλαλάτζι, το = σκατουλάκι σε σβόλο
κλουτζίστρα, η = κλώσσα, (κλωσάστρα)
κοζλούχα, τα = ματογυάλια / διόπτρες > τ. göz-lük  (göz, μάτι)
κομπώσει = ξεγελάσει, ρ. κομπώνω / ξεγελώ / απατώ
κόνσεν = πέταξε, ρ. κοντάω > ακοντίζω;
κοτσί, το = σιτάρι
κουβαλάτσεν = κυνήγησε / κατατρόπωσε, ρ. κουβαλατώ
κουγιουμτζής, ο = κοσμηματοπώλης > τ. kuyum-cu, kuyum, κοσμήματα
κουμάσι, το = χοιροστάσιο / κοτέτσι
κουμουσώνα = ασημένια > τ. gümüş, άργυρος
κουνάχι, το = αμαρτία > περσ. günah
κούρβα, η = πόρνη > λατ. curva «κυρτή, καμπύλη»
κούτι = κομμάτι / λίγο (χρόνο) / λίγα λεπτά
κόφα, η = κόρφος / άνοιγμα ποδιάς
κως, ο = πισινός

Λ
λαχτόρι, το = αλέκτωρ / κόκορας
λέικο = λίγο
λια = λίγα

Μ
μαdέμ = αφού > τ. madem
μαθόπωρο, το = φθινόπωρο
μαργκάωσεν = μάλωσε, ρ. μαργκαώνω
μασάλι, το = παραμύθι > αραβ. masal
μασία, η = όρκος / ορκωμοσία  > αρχ. ρ. όμνυμι < ομνύω
ματεμ = αφού / εφόσον > τ. madem
μαχζένι, το = κελάρι > αραβ. mahsen
μαχσούλι, το = βλαστάρι / μωρό / καρπός > αραβ. mahsul
μέγκενε, η = παγίδα (για λύκους κλπ) / σφιγκτήρας > τ. mengene > μάγγανον
μεϊντάνι, το = πλατεία / ξέφωτο > τ. meydan
μεμλεκέτι, το = πατρίδα / χώρα > τ. memleket
μεντζιλίσι, το = σύναξη / συμβούλιο > αραβ. meclis
μέρσεμ = αληθώς / φάνηκε πως > τ. meğer, meğerse
μεσελές, ο = υπόθεση / πρόβλημα > τ. mesele
μεχτάρης, ο = πρόεδρος κοινότητος > αραβ. muhtar
μιdέε, ο = στομάχι > αραβ. mide
μιτσίκκο, το = μικρούτσικο
μούντος, ο = μούντζα < βυζ. μούντα < μουντός, (άλειφαν στο πρόσωπο με                     ανοιχτή παλάμη γεμάτη καπνιά αυτούς που διαπόμπευαν)
μουράτε, τα = επιθυμία / σκοπός > τ. murat
μουχαρεπές, ο = πόλεμος > αραβ. muharebe,
μπαλζαμάς, ο = ξεροτήγανο > τ. bazlama
μπάς = κεφαλή, αρχή > τ. baş = κεφαλή, başιm = κεφαλή μου,
μπενί = εμένα > τ. beni, ben = εγώ
μπίλενε = διακριτά / αναγνωρίζω / διακρίνω > τ. bilmek = γνωρίζω
μπόρκεν = μπόρεσε, πορώ, μπορώ
μπρο = προηγούμενος, παλιός
μυριολογίσκι = λέει μύρια, μυριολογάει, ρ. μυριολογώ

Ν
Ναμουσλούς = αξιοπρεπής / νομοταγής  > αραβ. namuslu > ελλ. νόμος
νανόστε = διαλογίστηκε / σκέφτηκε > αρχ. ανανοούμαι < διανοούμαι
νάσουν = οργώσουν, ρ. νάζω
νε = ούτε / τι / ό,τι > τ. ne
νεγκώσουμε = να τριγυρίσουμε ρ. νεγκώθω = περιφέρομαι
νεκρούτουν = άκουγε, ακροώμαι / ακούω με προσοχή
νομάτης, ο = άτομο / άνθρωπος, ονομάτης > από τον πληθ. «ονομάτων»
ντάγι, το = τσουβάλι
ντάιμα = πάντα > τ. daima
ντερβίσης, ο = δερβίσης > περσ. dervis, Μουσουλμάνος πλανόδιος μοναχός
ντερέ, dερέ = ρέμα, ρυάκι > τ. dere
ντιλπέρτσα, η = καλλονή / νεράιδα > τ. dilber
ντόστης, ο = φίλος > περσ. dost
ντουλγκέρ, ο = ξυλουργός > περσ. dülger
ντουρ = περίμενε / στάσου > τ. dur προστ. του durmak

Ξ
ξειά = πέφτει, ξείλσε, (ε)ξείλτσε / έπεσε
ξυγανίζω = ξεφλουδίζω (ρόκες καλαμποκιού)

Ο
οϊλέ ισέ = αν είναι έτσι / επομένως > τ. öyle ise
οράνι, το = ερείπιο / χάλασμα > τ. ören
ορμάνι, το = δάσος / ρουμάνι > τ. orman
ούμμα = ναι
ουστουνέ = επί πλέον > τ. üstüne (πάνω του)

Π
πα = πάλι / τι / πώς
παγάνι, το = ρέμα, χαράδρα
παΐντζεν = λιποθύμησε ρ. παϊντώ > τ. bayılmak
παλί = λοιπόν
παρκαμίνα, η = παρά-κάμινος / καπνοδόχος / τζάκι
παρτσαλατίζει = κατασπαράζει, ρ. παρτσαλατίζω > τ. parçalanmak
πασαρέψεις = καταφέρεις, ρ. πασαρεύω > τ. başarmak
πασκά = άλλο > τ. başka
πασλατίσκην = άρχιζε > τ. başlamak
πάτα κιούτα = πάνω χέρι – κάτω χέρι > τ. patak «ξύλο / δαρμός»
πέγος, ο = άρχοντας, μπέης > τ. Bey
πεκλετίζω = περιμένω > τ. beklemek
πέλκι = ίσως > τ. belki
πενεντάβου = μεταξύ τους
περισάν = ταλαίπωρος / αξιολύπητος > περσ. perişan
πην = πήγε
πητάξω = στέλνω, ρ. πητάζω
πίρ μη = προτού
πιρτέν μπιρέ = με μιας / ξαφνικά > ένα κι ένα > τ. birden bire
πίσι = βρώμικο > τ. pis (για τα τρία γένη)
πιτίχι, το = γυναικεία απόκρυφα
ποίκουμε, κάνουμε (αόριστος του ποιώ),
ποίκα = έκαμα
πομεινά = εναπομείναντα / άλλα / επόμενα
πομένω = απομένω / παραμένω
πόρκεν = μπόρεσε, ρ. πορώ, μπορώ
ποσάλτσεν = απόλυσε, ρ. ποσαλτίζω > τ. boşalmak
πόστι, το = προβιά / δέρμα > post [πόσθη, το δέρμα που περιβάλει το πέος]
πότς; πο; = τί;
που γερέ = σε τέτοια θέση > τ. bu yere
πουά = πολλά (για τα τρία γένη)
πουλπούλι, το = αηδόνι > περσ. bülbül
πουρτσούχος, ο = ασβός > τ. porsuk
πουσμάνι = μετανιωμένος > τ. pişman olmak
πουστιέγω = λουφάζω / κρύβομαι > τ. pusmak = σιγώ
πρακανάς, ο = σκαθάρι
προμπήσει = πρωτομπεί,  πρώτο έρθει, ρ. προ μπαίνω

Ρ
ράδα, η = αράδα, σειρά,
ραστα, η = συναπάντημα / τυχαίο > τ. rast
ρκούδι, το = αρκούδι / αρκούδα
ρνίθι, το = όρνιθα / κότα
ρουσί, το = όρος / βουνό

 

Σ

Σαγιάς, ο = προστασία / φήμη > τ. şayıa
σαπούρι, το = υπομονή / κουράγιο > τ. sabιr
σάσι, το = φωνή / ήχος > τ. ses
σατσμάς, ο = διασκόρπιση, μεταφ. σκάγι κυνηγίου > τ. saçma
σαχίνσεν = σκιάχτηκε
σειμός, ο = χειμώνας > αρχ. χειμών
σελάμι, το = χαιρετισμός > εβραϊκά selem, αραβ. Selâm aleyküm: ειρήνη υμίν,     και η απάντηση: ve aleyküm es selâm
σεραχάτι, το = σαφήνεια / πραγματικότητα > τ. serahat
σερμπέσα = ελεύθερα / αμέριμνα > τ. serbest
σεφίλι = άθλιος > τ. sefil, sefil-lik = αθλιότητα
σήρο ‘ναίκα = χήρα γυναίκα
σιτζιράτσεν = πετάχτηκε / αναπήδησε > τ. sıçramak
σιτσάριμ = χέζω > τ. sιçmak.
σκούντε = σκούζουν, ουρλιάζουν
σκρόφα, η = λεχώνα γουρούνα > λατ., scrofa, μεταφ. βρομοθήλικο
σοιρίδι, το = χοιρίδιο / γουρουνόπουλο / γουρούνι
σολούχι, το = πνοή / αναπνοή > τ. soluk
σουράτ, το = πρόσωπο > αραβ. surat
σοφράς, ο = χαμηλό  τραπέζι > αραβ. sofra
σοχάχι, το = σοκάκι / δρομάκι > αραβ. sokak
στσάιδι, η = σκιά > σκιάδειο
στανιέρη, ο,η,το =  ασθενής / ασθενιάρης / αστενιάρης / στανιέρης
στριγκάγκαν = καλούσαν, ρ. στριγκάω = προσκαλώ
στσυλλία, τα = σκυλιά
συραίνω = πυροβολώ, τουφεκίζω
σωρεύω = μαζεύω > σωρός

Τ
Ταζό, ο,η,το = νέο / νεαρά > περσ. taze
ταΐ, η = τροφή για οικόσιτα ζώα > ταγή > αραβ. tayın
τάιμα, dάιμα = πάντα, πάντοτε > τ. daima
ταμάμ = πλήρης / εντάξει > αραβ. tamam
τανίζω = τεντώνω / τανύομαι
τανισευτούμε = συμβουλευτούμε > τ. tanışmak > περσ.  tanımak
τάνσην = άρπαξε, ρ. ταντίζω = αρπάζω
ταρός, ο = καιρός
τάσι, το = πιάτο > περσ. tas
τε = μόριο επιτατικό, τε μπρό = προηγουμένως, τε στέρου πιο ύστερα
τεΐ = ομηλία > τ. deyi, demek
τεκκέδες, οι = λεπτά της ώρας > τ. takika
τελέφι, το = τελευτή / θάνατος / καταστροφή > τ. telef
τελλάλης ο = διαλαλητής / δημόσιος κήρυκας / μεσίτης, κ. τελάλης > tellal
τεμέκ = δηλαδή / τότε / να πούμε > τ. demek
τεμίσης, ο = καύσωνας, κάψα του καλοκαιριού
τένσαν = ακούμπησαν / στήριξαν, ρ. τεντάω
τέρκεν = λέγοντας > τ. demek
τερπιελής, ο, η = ευάγωγος / κόσμιος > αραβ. terbiye-li, terbiye = ανατροφή
τερτίπι, το = συνήθεια / τρόπος > τ. tertip
τετικοντού = κουτσομπολιό > τ. dedikodu
τζα = εκεί
τζάβου = ακόμη (τζαι άβου, και άλλο)
τζαν σιχισί, ο, το = στενοχώρια > περσ. can sιkιsι  «σφίξιμο ψυχής»
τζαναβάρι, το = θεριό > περσ. canavar
τζανήμ = ψυχή μου > τ. canιm, περσ. can =ψυχή
τζάπου = όπου
τζας = όπως / καθώς
τζαχρί, το = καλαμπόκι
τζεβάπι, το = απάντηση > αραβ. cevap
τζελέ, η = κουτσουλιά / βρωμιά
τζιζμέδε, τα = σπιρούνια / μπότες ιππέα > τ. çizme
Τζερετζή, η = Κυριακή
τζιράχτσες, οι  = δούλες / υπηρέτριες > περσ.  çırak
τζο = όχι, δεν / τζό ’νι = δεν είναι
τζογάπην,  τζεβάπι, το = απάντηση > αραβ. cevap,
τζούνεται = τζο ίνεται / δε γίνεται
τζυνογάρ, ο = κυνηγάρης / αετός
την εβή, την ευίτσα = αύριο την αυγή
τι τσο κρους = δεν με προσέχεις > δεν τείνεις ους (ω-τί-ον / αυτί)
τιδέ = ιδού
τιπκε = ολόιδιο > τ. tıpkı
τίπος = τίποτε / σο τίπος / γιατί
τόστι, ο = φίλος > περσ. dost
του = που / άρθρο γεν. του
τουβεκέλ, ο, η  = αγαθός / χαζούλης / “σεμνός”
τουκάνι, το = > βυζ. δοκάνα (τάβλα με τσακμακόπετρες για αλώνισμα) > δοκός
τουλ γαρί = χήρα γυναίκα > τ. dul karı
τουρ χελέ = στάσου λίγο > τ. dur hele
τουρλού = διαφορετικά > τ. turlu (το φαΐ “διάφορα”; πατάτες, μελιτζάνες κλπ)
τους = πώς
τουταμάμ > δεν μπορώ να κρατήσω > τ. tutmak = κρατώ
τουφάνι, το = ανεμοθύελλα > τ. tufan, Tufan = ο Κατακλυσμός του Νόε
τσαγίρι, το = βοσκότοπος / λιβάδι > τ. çayır
τσάκσην = τσάκισε, ρ. τσακώνω = σπάζω
τσαλούς, ο = τσαλιά / φρύγανα / φροκάλι > τ. çalι / θάμνος
τσανάχι, το = τσανάκι / γαβάθα > τ. çanak
τσάπου = όπου
τσαρές, ο = τρόπος / λύση / διέξοδος > περσ. çare
τσάρι, το = τρίχα
τσατλατηρατσάν = θα με σκάσεις > τ. çatlamak > πλαντάζω
τσενές, ο = σαγώνι > περσ. çene
τσίκκι, το = τόξο
τσιπ = όλοι, όλα
τσιράχος, ο = υπηρέτης / δούλος > περσ. çırak
τσιρμαλάτσεν = γρατζούνισε, ρ. τσιρμαλατίζω > τ. tırmalamak
τσιρπαλατίζω = σφαδάζω > τ. çirpilmak = τινάζομαι
τσιφτές, ο = ζεύγος, μεταφ. δίκαννο > περσ. çifte, çift «διπλός»
τσοτσούχι, το = παιδί > τ. çocuk
τσουνκι = διότι / επειδή > περσ. çünkü / çünki
τσούς τα = κάψε το / τσουρούφλισε, ρ. τσούζω
τσουφαλάς, ο = (κεφαλάς) επικεφαλής
τσύλσανε = κύλισαν, ρ. τσυλίζω

Φ

φροκαλίζω = σκουπίζω με φροκάλι «σκούπα» > βυζ. φροκαλώ > φλοκαλώ >
αρχ. φιλοκαλώ «διακοσμώ – αγαπώ το ωραίο»
φσόκκο, φσάχι, το = αγόρι / υπηρέτης > τ. uşak
φυακιάρ, ο, η = φύλακας

 

Χ

χα = να / θα
χαβατίσι, το = νέο / είδηση > αραβ. havadis
χαβλούς, ο = αυλή
χάιρ = όχι > τ. hayιr, και αραβ. hayιr αγαθοεργία
χαΐτζι, το = λαγκάδι / κοιλάδα
χάιτιστι = άντε λοιπόν
χαλέ = ακόμη > τ hele
χαραή, η = (χαραγή) πρόσωπο
χαρέτσα = τώρα αμέσως
χαχανάσα, η = μονοκέρατη γίδα μεταφ. χαζή γυναίκα
χαχλούς, ο, η = δίκαιος / θεμιτός > αραβ. hak-lı, hak = δίκαιο
χαχσούζης, ο, η = άδικος > τ. hak-sız
χέμεν = αμέσως > περσ. hemen
χερκές = καθείς > περσ. herkes
χετς = καθόλου > περσ. hiç
χολιέζομαι = θυμώνω / χολώνομαι > αρχ. χολώ
χοραντάς, ο = οικογένεια > αραβ. – περσ. horanta
χορλατίζω = ροχαλίζω > τ. horlamak
χουζούρι, το = ησυχία / άνεση > αραβ. huzur
χούι, το = ελάττωμα / ιδιορρυθμία > περσ. huy
χρεία, η = χρειαζούμενα (προσφάγι για εργάτη που πάει στο χωράφι)
χρος, ο = χρέος
χύτσεν = έτρεξε, ρ. χυτάω
χως = έως

Ψ
ψεό, ο,η,το = ψηλός

Ω
ώνεμα, το = νόημα / νεύμα
Ω νιμά = Ω μητέρα



Μερικές εκφράσεις


Σε γάμους και πανηγύρια / σις γάμοι τζαι σα παναΰρια,

Μαζί με τους άλλους / μο τα πομεινά ντάμα!

Και από κει και ύστερα γινόταν ένα / τζαι απιδέ στέρου ινούτουν ένα
με τα πρόβατα και τα γίδια στο λιβάδι  /  μο τα πρόβατα τζαι τα γίδε σο τσαΐρι.
τυρί και βούτυρο γάλακτος και έπαιρναν σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι. /
τυρί τζαι γάτου άλειμα τζαι παίρκαν κοτσί, κθάρι τζαι τζαχρί.

 

Έψελναν και διάβαζαν το Ευαγγέλιο /

Ψαλέγκαν τζαι δεβάσκαν το Ευαγγέλιο

 

Και η φωνή του έβγαινε κελαρυστά σαν το νεράκι στο ρέμα /

τζαι το σάσι του βgαίγκην αντι ασότρα στο παγάνι


να δει με τα μάτια του και ν’ ακούσει με τ’ αφτιά του, /

να ιδεί μο τα φτάλμα του τζαι να κούσει μο τα τία του,

έδωκε τις ευλογίες του / δώτζην τις ευλογίες του

και στο ύστερο φίλησε το χέρι του /  τιδέ στέρου φίλσην τζαι το σέρι του


έλα για λίγο να κάνουμε ένα γύρο στα σοκάκια του χωριού». /
εδό να νεγκώσουμε αν κούτι σου χωρού τα σοχάχα».

σηκώθηκαν οι τρίχες από τα γένια και από την κεφαλή του /
σηκώθαν του γενού του τζαι του τσουφαλού του τα τσάρα.

Από δω και ύστερα / Απιδού ΄στέρου
Γιορτές και πανηγύρια / ορτάδις τζαι σα παναΰρια
όμορφη σαν νεράΙδα  / κιουζέλτσα ……… Ντιλπέρτσα
Κουράστηκε και ξάπλωσε σε μια σκιά να πάρει ένα υπνάκο /
Λιέγουσιν τζαι γιαναστέσην σ’ ε στσιάιδι να πάρει αν ύπνος τεϊ.

Μέσα στα σύννεφα / σα σύννεφα πέσου.

Καβάλησαν τα άλογά τους και βγήκαν στο δρόμο. /

Γαλίτζεψαν τ’ άβγα τουν, τζ’ έβκαν ση στράτα.

Έβαλαν τα δαχτυλίδια τους / έθακαν τα δαχτυλίδε τουν

Έκλωσε γύρω από το κάστρο / Έκωσεν ‘ς ου να κώσει το Γαλάν,

Στο τέλος Μπροστά στο κεφαλόσκαλο / Τε στέρου Αδού σο θύριν

άνοιξε τα μάτια / ήνοιξεν τα φτάλμε του

με το άλογό του / μο τ’ άβγο του

και πάνω στο άλογο του / τζαι σ΄ άβγον του πάνου.

Πήρε αμέσως το τόξο του, καβάλησε το άλογό /

Πήρεν, ‘ς ου να γρεπ, το τσίκκιν dου, γαλίτσεψεν τ΄άβγο του, 

βρόντηξε ο ουρανός και σείστηκε ο κόσμος /

κατακρώτσεν ο ουρανός τζαι σείστην ο κόσμος!

Και ύστερα κατέβηκε στη γη / τζαι στέρου κατέβην σον κόσμον,

τέντωσε το τόξο του, τον σημάδεψε, με μια σαϊτιά  /

τάνισεν το τσίκκιν του, σεμάδεψεν τζαι δότζεν

και σημάδεψε τον τόπο με μια σαϊτιά / τζαι σεμάδεψεν  τον τόπον τζαι δότζεν

Άνοιξε η πόρτα, και φάνηκε μπροστά του /

Νοίγη το θύρι, τζαι φάνη μπρο του

Έφαγαν, ήπιαν, έφτασαν στην ευτυχία τους. /

Έφαγαν, έπαν, έφτασαν σα μουράτε τουν.



Δείγμα τής διαλέκτου

Παραμύθι από την Αξό (απόσπασμα από τον Dawkins, 1916, σ. 388).

Μπιρ βαqέτ κειοτάν ντυο αρqαdάšα. Πήγαν, πήγαν, ξέβαν, πήγαν. Το ‘να είπεν: «Πείνασαμ’· ας φάμ’ το σον το χρειά κ’ ύστερα το ‘μόν». «Χάιdε, ας φάμ’ το ‘μόν». Έφααν χρειά τ’. Σκοτιάνεν. «Ας κοιμηχούμ’ λίγο». Κοιμήχανε.

Μετάφραση: Έναν καιρό ήταν δύο σύντροφοι. Πήγαν, πήγαν, προχώρησαν, πήγαν. Το ένα είπε: «Πεινάσαμε. Ας φάμε τα δικά σου τρόφιμα και ύστερα τα δικά μου». «Άντε, ας φάμε τα δικά μου». Έφαγαν τα τρόφιμά του. Σκοτείνιασε. «Ας κοιμηθούμε λίγο». Κοιμήθηκαν.

Παραμύθι από τα Φάρασα (απόσπασμα από τον Dawkins, 1916, σ. 502).
Σα μπρώτο νταρό έντουν έργκο. Ατžεί ‘ς α μέρος ήσανται τέσσαρα νομάτοι. Σ’ απίσου το κόμμα είχαν α μουσκάρι. Μουσκάρι κ’ είπεν: «Α φάγω το κεπέκι». Μούχτσεν dα το τšουφάλιν dου σο πιθάρι, έφαεν dα το κεπέκι. Στέρου τžο μπόρκε να βγκάλει dο τšουφάλιν dου. Σωρεύταν dου σπιτού οι νομάτοι. «Να ιδούμε τους αν do ποίκομε». Τžο μπόρκαν να ποίκουν αν γκατžί. Το γερού οι νομάτοι: «Να κόψομ’ το τšουφάλιν dου, να γλυτώσομε το πιθάρι».

Μετάφραση: Τον παλιό καιρό έγινε ένα συμβάν (έργο). Εκεί σε ένα μέρος ήταν τέσσερεις άνθρωποι. Στο πίσω δωμάτιο είχαν ένα μοσχάρι. Το μοσχάρι είπε: «Θα φάω το πίτουρο». Έχωσε το κεφάλι του στο πιθάρι και έφαγε το πίτουρο. Ύστερα δεν μπορούσε να βγάλει το κεφάλι του. Μαζεύτηκαν οι άνθρωποι του σπιτιού. «Να δούμε τι θα κάνουμε». Δεν μπόρεσαν να φτειάξουν κάποιο σχέδιο. Οι μισοί άνθρωποι [είπαν]: «Να κόψουμε το κεφάλι του, να γλυτώσουμε το πιθάρι».


Παραμύθι από το Ουλαγάτς (απόσπασμα από τον Κεσίσογλου, 1951, σ. 158-9)
Ήταν ερjό αβτžήα. Πήαν dο πλάι να αβλαdήσων· τόνανου dο καρjά έμη do jάβολος, έπε κι, «να σε σκοτώσω»· gι εκείνο jαλβάρσεν do, «μέ με σκοτώνεις», έπε, πολύ jαλβάρσε· dεκεινό dεν d' άκοσε, «να σε φαΐσω», έπε. Σόγνα gι εκεινό έπε, «ισύ πλαjού dο κιφάλ' έν-νες ένα šαχ, εσέ τι ξεύρει dο πατισάχ, έερ Χεβοjού dα λακουρdούjα αν έν-νων ορτά, do κιφάλι σ' ας dο κόψ' dο πατισάχ». Ούτšα έπεν dα σκότωσέν do.

Μετάφραση: Ήταν δύο κυνηγοί. Πήγαν στο βουνό (πλάι < πλάγι) να κυνηγήσουν· στου ενός την καρδιά μπήκε ο Διάβολος, είπε, «θα σε σκοτώσω»· κι εκείνος τον παρακάλεσε, «μη με σκοτώνεις», είπε, πολύ τον παρακάλεσε· εκείνος δεν τον άκουσε, «θα σε χτυπήσω (φαΐζω < αφανίζω)», είπε. Ύστερα (σόγνα < τουρκ. sonra) κι εκείνος είπε: «Εσύ εδώ στη βουνοκορφή έγινες άρχοντας (ο παρελθοντικός χρόνος συνήθης σε προβλέψεις για το μέλλον), εσένα που σε ξέρει ο βασιλιάς, αν του Θεού τα λόγια είναι αληθινά, το κεφάλι σου ας το κόψει ο βασιλιάς». Έτσι είπε και τον σκότωσε.



***********************************


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου