Ελλάδα
πεθυμώντα
Κυριάκος Κυτούδης
Σιμάδιν
έβαλεν ο Θιος τζ’ αγνώντα
την
μεγαλόνησον τ’ άστρα τζαι χάσκουν
ζηλέυκουσιν
τζαί απ’ αυτό να πάσκουν
τζ’
αχάπαρο το γαλανό βιγλώντα.
Χοχλά
τζαί η αλμύρα κελαηδώντα
τζαί
στην χαράν πεζούνια τζ’ αν μετάσχουν
απλοσιερκιάν
τα κύματα διδάσκουν
τζ’
όλα μαζί Ελλάδα πεθυμώντα.
Μισεύκει
τζαί απ’ τους αετούς το γαίμαν
θκιακλύζουσι
φτεράν με λασμαρίνες
τζ’
ελευθερώντα στέκουνε στα όρη.
Σημάδιν
έβαλεν τζαι δίχως ψέμαν
ζηλεύκουσιν
του γαλανού οι μαρίνες
που
έφτιαξεν ο Θιός, ωραίαν κόρη.
Κυπριακή
διάλεκτος
Φκιόρα: λουλούδια / τζιερκά:
κεριά / πεζούνια: περιστέρια / φουντάνα: βρύση / Αγνώντας: παραλία / αχάπαρο: ανήδεο,
ανήξερο / βιγλώντας: κοιτώντας / χοχλά:
βράζει / τζαί: και / απλοσιερκιάν: απλοχεριά / μισεύκει: φεύγει / γαίμαν: αίμα
/ θκιακλύσουν: ξεπλένουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου