Μανόγαλο στις ρούγες
Αζάτος πάλι ο ουρανός
για φτιάξη
κι ανασοά ολόϋρα στο
γαλάζιο
βατσίνωσε τη γης τ’
άσπρο ν’ αλλάξει
να φτιάξει Ελλάδα κι
ως τα σήμερα αχουγιάζω.
Καλοπεσάς κι ο ήλιος
για τη στέψη
και φεγγαρένια
βεντεμιά η το ρεγάλου
μοιάζει μανόγαλο το
άσπρο για τη θρέψη
κι αντίδωρο ενός
λαού μεγάλου.
Ροβολάν κατάχαμα τ’
ασκέρια
κι ανεβάσταγες οι
ρούγες στ’ άγιο χώμα
στήσαν χορό οι
ανθρώποι με τ’ αστέρια
και ως τα σήμερα, το
θυμούνται ακόμα.
Πελοποννησιακό
(γενικά) γλωσσικό ιδίωμα)
Ρούγα: γειτονιά / αζάτος:
ευκίνητος / ανασοά: ανακούφιση / ολόϋρα: ολόγυρα / βατσινώνω: εμβολιάζω /
αχουγιάζω: φωνάζω δυνατά / καλοπεσάς: καλοπροαίρετος, συνεργάσιμος / βεντεμιά:
επιθυμία / ρεγάλο: δώρο / μανόγαλο: το γάλα της μάνας / ροβολάω: κατηφορίζω /
ασκέρι: πλήθος, όχλος, οικογένεια / ανεβάσταγο: ανυπόμονο.
Κυριάκος Κυτούδης. Από την ποιητική
συλλογή: «Ίτε παίδες Ελλήνων»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου