Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Ιδίωμα Ανατολ. Ρωμυλίας


Ουαλιά μι ουμούτ΄
(φωνή μ’ ελπίδα)




Ποίηση στο γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
από την ποιητική συλλογή «Ουαλιά μι ουμούτ΄»
του Κυριάκου Κυτούδη.



Ουδή σ’ προγόν΄


Ισείς που άφκιτι τα είνουρα σ’ αϊέρα
απ’ δεν πρόφταστι να παίξτι σι ιούρτια
απ’ δεν πρόφταστι ν’ ακούστι η φϊόρα
του πώς ιαιαίν απού τουν πόνου ’ς ιαράδις.

Απ’ δεν είιδιτι να τρανεύν΄ ουδούδια
όσ’ καρποί κι αν έσπιρτι στου χώμα
απ’ δεν πρόφταστι τα πιδικά τραούδια
ισείς απ’ έχαστι του ιέλιου σας  κόμα.

Πόσα χρουστούμι αλήθεια στα φκά σας είνουρα
απ’ δεν πρόφταστι να κάμτι ια τ’ ισάς
που ζ’ ζουή, έχαστι τ’ σειρά σας
κι ίνγκιν λειτουριά μαναχά ια τ’ ιμάς.

Χίλια φχαριστώ κι άμα πούμι δεν δα φτάν΄
μαναχά ένα τάξιμου να δώσουμι μπουρούμι
πως ό,τι νειριάσκιτι  ια τ’ ιμάς δα σιβαστούμι
κι δα του ζήσουμι ια τ’ ισάς κι δα σας αγαπούμι.

Κάνιάφρα δεν δα αστουχήσουμι ποιό ήταν του κουρμπάν΄
τα φκά σας είνουρα δανά ’χουμι νο υαλιστιρό ιξάντα
κι ούλου δα του γράφουμι, να έν ιστουρία
αθάνατ’ δα απουμείν’τι σ’ μνήμ’ μας ια πάντα.





Ωδή στους προγόνους

Εσείς που αφήσατε τα όνειρα σ’ αγέρα
που δεν προλάβατε να παίξετε σ’ αυλές
που δεν προλάβατε ν’ ακούσετε η φλογέρα
το πώς γιατρεύει του πόνου τις πληγές.

Που δεν είδατε να μεγαλώνουνε λουλούδια
όσους καρπούς κι αν σπείρατε στο χώμα
που δεν προλάβατε τα παιδικά τραγούδια
εσείς που χάσατε το γέλιο σας ακόμα.

Πόσα χρωστάμε αλήθεια στα όνειρα σας
που δεν προλάβατε να κάνετε για σας
που στη ζωή χάσατε τη σειρά σας
κι έγινε πρόσφορο μοναχά για μας.

Χίλια ευχαριστώ κι αν πούμε δεν θα φτάνουν
μονάχα μια υπόσχεση να δώσουμε μπορούμε
πως ότι ονειρευτήκατε για μας θα σεβαστούμε
και θα το ζήσουμε για σας και θα σας αγαπούμε.

Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε ποια ήταν η θυσία
τα όνειρά σας θα ‘χουμε σαν λαμπερό αξάντα
και πάντα θα το γράφουμε να γίνει ιστορία
αθάνατοι θα μείνετε  στη μνήμη μας για πάντα.


Μάνα ουρφανή

Πώς να μη κουάψ’ς ια νιά μάνα ουρφανή
που στουν αβρό τ’ς άφκιν χιλιάδις αναμνήεις
τόσα ουδούδια κι χαρές, φιλιά σ’ν ανατουλή
πώς απού τ’ μνήμ΄ τέτιουν πόνου να τουν σβήεις ;

Απού τραγδούσαν παλκάρια απ’ τα σαμπάλια
γάμους ’ντα ιένιταν κουντά στου μαχαουά τ’ς
κι αυτή καμάρουνιν τα μούτσ΄κα τα πιδιά τ’ς
σαν έρθ’ η ώρα πιθιρά ια να ιέν΄.

Πώς να μην κουάψ’ς  που τ’ άφκιν νουρίς
όσα απ’ τα είνουρα δεν πρόλαβιν να ιάν΄
χουρίς πλια είνουρα, κι τα ουμούτια τ’ς χουρίς
απ’ προυτού να φύβγ΄, χίλις φουρές είχιν πιθάν΄.

Να σιαναουάξ΄ τόπου,  μαχαουά κι σπιτικό
ποιος να ’ν γκαϊτιρεί όμους, ποιος γκιρμές κι ιούρτ΄
έχ΄ ν’ ακούσ’ χρόνια νιά λέξ΄  απού του Θιό
πώς να μη κουάψ’ ς  ια νιά μάνα ουρφανή.


Μάνα ορφανή

Πώς να μην κλάψεις για μια μάνα ορφανή
που στην αυλή της άφησε χιλιάδες αναμνήσεις
τόσα λουλούδια και χαρές, φιλιά σ’ ανατολή
πώς απ’ τη μνήμη τέτοιον πόνο να τον σβήσεις.

Που τραγουδούσαν παλικάρια το πρωί
γάμος σαν γίνονταν κοντά στη  γειτονιά της
κι αυτή καμάρωνε, τα μικρά παιδιά της
σαν έρθει η ώρα, πεθερά για να γενεί.

Πώς να μην κλάψεις, που τ’ άφησε νωρίς
όσα απ’ τα όνειρα δεν πρόλαβε να γειάνει
χωρίς πια όνειρα, και τις ελπίδες της χωρίς
που πριν να φύγει, χίλιες φορές είχε πεθάνει.

Ν’ αλλάξει τόπο,  γειτονιά και σπιτικό
ποιος να την περιμένει όμως, ποιος κήπος και αυλή
έχει ν’ ακούσει χρόνια μια λέξη απ’ το Θεό
πώς να μην κλάψεις για μάνα ορφανή.



Αγουνιούμασταν να τρανέψουμι


Αγουνούμασταν να τρανέψουμι, άτζιπα του θυμάσι;
κι γλήουρα μάλιστα να μη μας προυφτάσ’ ι χρόνους
κι τ’ς  αβροί  συνέχεια γιόμζαμι  μι είνουρα
κι κάνας δε ζμπόριαξιν κανιάφρα του πώς είνι η πόνους.

Ίνγκαμι άστρα ια καμόσου κι πετάξαμι
ίνκαμι νταλκάδις κι θάλασσις τρανές,
καράβια ίνγκαμι κι τ’ ρότα μας σιαναουάξαμι
κι διαδρουμές  χαράξαμι ιμείς άλλις.

Αγουνιούμασταν να φτάσουμι ντιπ τα ψηουά τα κάστρα
στου μαχαουά ’που τ’ αστέρια να κάμουμι πιχνίδια
’ς άνοιξης τα χρώματα να ντύσουμι στ’ άσπρα
αγάπ’, χρώμα κι χαρά, να ουμοιάζ’ν ούλα ίδια.

Ίνκαμι αϊέρας ια λίγου κι αουάξαμι
καμόσα τραούδια απ’ τα πιδιά αϊγαπούν
ίνγκαμι ήλιους κι ουμούτια σιαναουάξαμι
μι λίγα λόια, απ’ στου Θιό σι πάν.

Διάσ’ καμι κι ουχαλίζοντας έφτασαμι τσιακ ιδά
κι δεν πειράζ’ απ’ κάγκαένας δε μας μίλσιν
ένιουσαμι τόσις φουρές πως η ζουή μας φίλσιν
κι αυτό μας φτάν’ ια να πούμι φχαριστώ.



Βιαστήκαμε να μεγαλώσουμε


Βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε άραγε το θυμάσαι;
και γρήγορα μάλιστα μην μας προλάβει ο χρόνος
και τις αυλές συνέχεια γεμίζαμε με όνειρα
κανείς δεν μίλησε ποτέ, το πώς είναι ο  πόνος.

Γίναμε άστρα για λίγο και πετάξαμε
γίναμε κύματα και θάλασσες μεγάλες
καράβια γίναμε τη ρότα μας αλλάξαμε
και διαδρομές, χαράξαμε εμείς άλλες.

Βιαζόμασταν να φτάσουμε τα πιο ψηλά τα κάστρα
στη γειτονιά των αστεριών να κάνουμε παιχνίδια
της άνοιξης τα χρώματα να ντύσουμε στα άσπρα
αγάπη χρώμα και χαρά, να μοιάζουν όλα ίδια.

Γίναμε αγέρας για λίγο και αλλάξαμε
κάποια τραγούδια που τα παιδιά αγαπάνε
γίναμε ήλιος κι ελπίδες ανταλλάξαμε
με λίγα λόγια, που στο Θεό σε πάνε.

Βιαστήκαμε κι αναστενάζοντας φτάσαμε ως εδώ
και δεν πειράζει κι αν κανένας δεν μας μίλησε
νιώσαμε τόσες φορές πως η ζωή μας φίλησε
κι αυτό μας φτάνει για να πούμε ευχαριστώ.




Σιαμαρλαντίζοντας τ’ ασ’τέρια

Όυρα όυρα, πιαούσαμι σ’ν πατέκα
κι έβαναμι πιδικουλιές στ’ ασ΄τέρια
κι η ώρα  ’ντα πήγινιν πλια δέκα
θαρρού βίτσις οι κυράδις, ότι είχαν στα χέρια.

Τα πιρσότιρα ντίπ τα πουά πιδιά
που οι πρέκνις θύμζαν τ’ νιότ΄
ιόμζιν χρώματα όμους κείνους ι μαχαουάς
μι ’ς ουαλιές τ’ Ιώργη, τ’ Θωμά, τ’ Παναϊώτ΄.

Σιαμαρλάτζαμι θαρρού τα πιριστέρια
άματ να πιτάσουμι να θέουαμι μαζί
να ξϊέρνουμι φουλιές απού τ’ ασ΄τέρια
κι να ’ς  κτίσουμι πάλι απού τ’ν αρχή.

Έπιρναμι τσιακές να κόψουμι αϊέρα
μάουναμι χαμνά κι μι ’ς  βουριάδις
κουϊτή χάλιβαμι σ’ μέρα
στουν πάτου φουκαούσαν τα είνουρα οι κυράδις.



Περικυκλώνοντας τ’ αστέρια

Γύρω γύρω, τρέχαμε στο στενό
και βάζαμε τρικλοποδιές στ’ αστέρια
κι όταν η ώρα πήγαινε πια δέκα
νομίζω βίτσες οι κυράδες, πως είχανε στα χέρια.

Τα περισσότερα, άγουρα παιδιά
που οι φακίδες, θύμιζαν τη νιότη
γέμιζε χρώματα όμως εκείνη η γειτονιά
με τις φωνές του Γιώργου, του Θωμά του Παναγιώτη.

Περικυκλώναμε θαρρώ τα περιστέρια
σα να πετάξουμε να θέλαμε μαζί
να γκρεμίζουμε φωλιές από τ’ αστέρια
και να τις κτίσουμε ξανά απ’ την αρχή.

Παίρναμε σουγιάδες να κόψουμε αέρα
μαλώναμε σκληρά με τους βοριάδες
μέρος απάνεμο ζητούσαμε στη μέρα
στο τέλος σκούπιζαν τα όνειρα οι κυράδες.




Έφκιασαμι μαναχά νια ιφκή

Έφκιασαμι  μαναχά νιά ιφκή
κι βρήκαν φουλιά τα χιλιδόνια
βρήκαν οι ρίζις νιρό να δρουσιστούν 
βρήκαν ήλιου τα ουδούδια ν’ ανασάν’
κι δε φουβήθκαν΄οι αητοί να μη πιθάν’ν.

Έφκιασαμι μαναχά νιά ιφκή
κι πήραμι φιλιά απού τ’ αηδόνια
πήραν τ’ άστρα απού του Θιό ιράνιου
πήραν του φέξιμου πού του φιγγάρ΄ να έχν΄ φάρου
κι δε φουβήθκαν΄κι οι άθραπ΄του Χάρου.

Έφκιασαμι μαναχά νιά ιφκή
κι είιδαν τα πιδιά καμόσ΄αϊγάπ΄
είιδαν οι καρδιές τ’ Θιού τ’ν άκρα
είιδαν του κέντμα κι ’ς ζουής του νήμα
κι ιλεύτιρ΄οι άθραπ΄ίνγκαν βήμα βήμα.

Έφκιασαμι μαναχά νιά ιφκή
κι ίνγκαμι ιλεύτιρ΄,
είμισ΄τι τόσ΄πουλλοί …

Ας κάμουμι κι ντ’ δεύτερ΄.


Κάναμε μονάχα μια ευχή

Κάναμε μονάχα μια ευχή
και βρήκανε φωλιά τα χελιδόνια
βρήκαν οι ρίζες νερό να δροσιστούν 
βρήκανε ήλιο τα λουλούδια ν’ ανασάνουν
και δεν φοβήθηκαν οι αετοί να μην πεθάνουν.

Κάναμε μονάχα μια ευχή
και πήραμε φιλιά από τ΄ αηδόνια
πήρανε τ’ άστρα απ’ το Θεό γαλάζιο
πήραν το φως του φεγγαριού να έχουν φάρο
και δεν φοβήθηκαν κι οι άνθρωποι τον Χάρο

Κάναμε μονάχα μια ευχή
και είδαν τα παιδιά λίγη αγάπη
είδανε οι καρδιές του Θεού την άκρη
είδαν το κέντημα και της ζωής το νήμα
κι ελεύθεροι οι άνθρωποι γίνανε βήμα βήμα.

Κάναμε μονάχα μια ευχή
και γίναμε λεύτεροι,
είμαστε τόσοι πολλοί…..

Ας κάνουμε την δεύτερη.




Ουαλιά χουρίς ουμούτ΄

Είνι η ουαλιά μ’ ουαλιά χουρίς ουμούτ΄
του ουρταλίκ΄ λιές κι έκρυψιν του ιράνιου
λιές κι πατλάτσιν απ’ του φιγγάρ΄ του χρώμα
κι ιγώ απαντού να μην χαθεί του χώμα.

΄Αφκα τόσις φουρές τα είνουρα να φύβν΄
άφκα τόσις ιφκές να πάρ΄ κι του φιγγάρ΄
κι αστόϊσα που είνι αλήθεια η στιγμή
κείν΄ απ’ ζαμάν΄ ουμοιάζ΄ κι λέιτι ζουή.

Ιάινιν ι πόνους στου φέξιμου απ’ τουν Ταχνό
κι γκιζιαρίζου ανάμισα απ’ τ’ αστέρια
μπαΐλτσα στου μπόζαβου κι στου νικρό του χρόνου
κι είπα στ’ άσπρα δα ντθού κι στα ιράνια μόνου.

Έχ’ν ζέφκι τώρα πλια ’κεί ψηουά τ’ αστέρια
φλάγ’ν σκουπιά κι τραγδούν σ’ ιφκές
χαλεύ’ν κι άουα, φκά τ’ς πιριστέρια
κι ας έν΄ ι πόνους είνουρου απ’ του ιχτές.


Φωνή χωρίς ελπίδα

Είναι η φωνή μου, φωνή χωρίς ελπίδα
ο ουρανός λες κι έκρυψε το μπλε
λες κι έσκασε του φεγγαριού το χρώμα
κι εγώ φυλώ να μην χαθεί το χώμα.

Άφησα τόσες φορές, τα όνειρα να φύγουν
άφησα τόσες ευχές να πάρει το φεγγάρι
και ξέχασα πως είναι αλήθεια η στιγμή
κείνη που αιώνας μοιάζει και λέγεται ζωή.

Γιατρεύτηκε ο πόνος στο φως τ’ Αυγερινού
και τριγυρνώ ανάμεσα στ’ αστέρια
κουράστηκα στο γκρίζο και στο νεκρό το χρόνο
και είπα στ’ άσπρα θα ντυθώ, και στα γαλάζια μόνο.

Έχουνε γλέντι τώρα πια εκεί ψηλά τ’ αστέρια
φυλούν σκοπιά και τραγουδούνε στις ευχές
ψάχνουνε κι άλλα δικά τους περιστέρια
κι ας γίνει ο πόνος, όνειρο του χθες.






Είσι πουλύ κούτσ΄κους

Μπορεί να σι λέν,
Ότ’ είσι πουλύ κούτσ΄κους, ια να τα βάλ’ς μι ’ς τρανοί…
Ότι δε μπουρείς μαναχόϊζ να  φκιάεις νιά ιπανάστασ’.
Ότι δεν έχ’ς του δικαίουμα να ζήεις τα είνουρα σ’.
Ότι δεν έχ’ς ντ’  δύναμ΄  ν’ αφήκ’ς στα πιδιά
έναν καλύτερου κόσμου ιατί,
είσι πουλύ κούτ΄σκους.

Ότι δε μπουρείς μαναχόϊζ  να αουάξ’ς τουν κόσμου.
Ότι δε μπουρείς να έχ’ς αυτά που πραγματικά σι ανήκ’ν.
Ότι δεν μπουρείς μαναχόϊζ να φέ’ρς τ’ν ειρήν΄,
ιατί είσι πουλύ κούτσ΄κους.

Ναι, είσι πουλύ κούτσκους
αμά άμα δεν φκιάεις τίπουτας,
δα φαίνισι,
κόμα κι κούτσ΄κους.



Είσαι πολύ μικρός

Μπορεί να σου λένε,
ότι είσαι πολύ μικρός, για να τα βάλεις με τους μεγάλους.
Ότι δεν μπορείς μόνος σου, να κάνεις μια επανάσταση.
Ότι δεν έχεις το δικαίωμα, να ζήσεις τα όνειρά σου.
Ότι δεν έχεις τη δυνατότητα,, ν’ αφήσεις στα παιδιά,
έναν καλύτερο κόσμο γιατί,
είσαι πολύ μικρός.

Ότι δεν μπορείς μόνος σου, ν’ αλλάξεις τον κόσμο.
Ότι δεν μπορείς να έχεις, αυτά που πραγματικά σου ανήκουν.
Ότι δεν μπορείς μόνος σου, να φέρεις την ειρήνη,
γιατί είσαι, πολύ μικρός.

Ναι, είσαι πολύ μικρός,
αλλά αν δεν κάνεις τίποτε,
θα φαίνεσαι,
πολύ μικρότερος.



Πρόσφουρου στα χείλια

Αραθύμσα, κάτ’ σαμπαχλινές απού Κυριακές
πιδιά απού μαχαουάδις ’ντα σαλντίζουνταν
κι είχαν πρόσφουρου στα χείλια κι ιφκή
πώς να ένιταν, Θέ μ’, να ’ταν ιχτέ.

Να ιδού πάλι τ’ αστουχμένου του φιγγάρ΄
ικείνου νό πιδιά απ’ έκαμναμι ιφκές
στα κιραμίδια απ’ τα μικρά χαμόσπιτα
πώς να ένιταν, πάλι νια τέτοια χάρ΄.

Να ’χα κι πάλι στου χέρι μ’ βραχιόνα
ικείνου του σ΄κνούδ΄  άντα έριταν ι Μάρτς
απου έρουνταν τα χρώματα απού ταξίδ΄ μι κουϊτή
μούτσ΄κοι τρανοί τότι, χαρά απου έκαμναμι ούλ΄.

Κατάντα ιουρτή φκιάσι ’ν κάθι μέρα
κι ας καϊτιρεί ι κάθι ένας κι ένα δώρου
άχ πώς αραθύμσα, Θέ μ’, κάτ’ βραδές
μέσα αϊγάπ΄ ζιστασιά, κι όξου αϊέρα.        



Πρόσφορο στα χείλη

Πεθύμησα, κάτι πρωινά από Κυριακές
παιδιά από γειτονιές όταν πετάγονταν
και είχαν πρόσφορο στα χείλη και ευχή
πως θα γινότανε, Θεέ μου, να ’ταν χθες.

Να ξαναδώ το ξεχασμένο το φεγγάρι
εκείνο σαν παιδιά που κάναμε ευχές
στα κεραμίδια απ’ τα μικρά χαμόσπιτα
πως θα γινότανε, ξανά μια τέτοια χάρη.

Να ‘χα και πάλι στο χέρι μου βραχιόλι
εκείνο το σχοινάκι σαν έρχονταν ο Μάρτης
που έρχονταν τα χρώματα από ταξίδι απάνεμο
μικροί μεγάλοι τότε, χαρά που κάναμε όλοι.

Παραμονή γιορτής, κάνε την κάθε μέρα
κι ας περιμένει ο καθένας κι ένα δώρο
αχ πως πεθύμησα, Θεέ μου, κάτι βράδια
μέσα αγάπη ζεστασιά, κι έξω αγέρα.



Καπλαντίζουντας ’ς ιφκές

Πού να βρούμι καμόσου νιρό,
έναν τσιουσμέ,
ένα πηγάδ΄,
νια ανάβρα,
να ξιπλύνουμι τα χαμνά είνουρα
να λιμουριάσουμι ό,τ΄ κακό,
άφκιν του μπόζαβου απού τ’ έννα.

Σιαναουάζουμι χρώμα,
χρίζουμι  πλια τα είνουρα μας μι κόμα άσπρου
κόμα λιφκό,
νό απού μύρου βγαλμένου απ’ άιουν ασμά
κι μπουγατσούδα  απού πρόσφουρου 
απού έναν πιδίτκουν ντουβά.

Ια ζντράνια,
δανά ’χουμι λίγου χρώμα απού ιασιμί
κι άρουμα απού άγρα τούρτα
κι του δάκρ’ μας,
δα του καπλαντίσουμι σι λαΐν΄ απού ιφκές
ια αντά απουμείνουμι πάλι απού νιρό
να ’χουμι αγίασμα ιατί κανιάφρα,
δα χαλέβουμι πάλι
έναν τσιουσμέ,
ένα πηγάδ΄,
νια ανάβρα.



Σκεπάζοντας τις ευχές

Που να βρούμε λίγο νερό,
μια βρύση,
ένα πηγάδι,
μια πηγή,
να ξεπλύνουμε τ’ άσχημα όνειρα
ν’ αποτελειώσουμε ότι κακό,
άφησε το γκρίζο της γέννας.

Αλλάζουμε χρώμα,
βάφουμε πια τα όνειρα μας με πιο άσπρο
πιο λευκό,
σαν από μύρο βγαλμένο από άγια κληματαριά
και λειτουργιά από πρόσφορο
μιας παιδικής προσευχής.

Για ρούχα,
θα έχουμε λίγο χρώμα γιασεμιού
και άρωμα αγριοτριανταφυλλιάς
και το δάκρυ μας,
θα το σκεπάσουμε σε σταμνί από ευχές,
για όταν ξεμείνουμε πάλι από νερό
να ’χουμε αγίασμα γιατί κάποτε,
θα ψάχνουμε πάλι
μια βρύση,
ένα πηγάδι,
μια πηγή.




Κέντμα  (σουνέτου)

Πάλι τα είνουρα μας, έστ΄σαν πάλι καρτέρ΄
πάλι μι ξόβιργις βήκαν΄ σ’ στράτις
ια νιάφρα κόμα, ν’ σιαναουάξουμι ’ς νόμ΄
αυτοί που λιέν΄ τ’ άστρα, πως πιθαίν’ν στου νυχτέρ΄.

Πάλι τα ουμούτια  πιάσ΄καν, απ’ του ουράνιου παρτέρ΄
κι άφκαν σ΄μάδια σι ουράνιους διάδρουμ΄
έντ΄σαν  ’ς  αέρηδις κι πάλι ταχυδρόμ΄
όμους ξέϊραν πάλι, ’ντα είϊδαν πιφταστέρ΄.

Πώς να κρατήξ’ς γαλανό, τ’ όνειρου σ’ σκουτίδα
πώς να πιράεις αρμαθιά, σι γνέμα τόσα αστέρια
κι πώς να κάμ’ς κέντμα, να ’χει ι ουρανός ταβάν΄.

Πώς να μάεις  ιασιμιά, σ’ν άνοιξ΄ του βράδ΄
πώς να ψαρεύ’ς ουρανοί, μι γκόλιαβα χέρια
πού να βρείς  ήσυχ΄ βραδιά, να πάς ια πυρουφάν΄.


Κέντημα (σονέτο)
                                         
Πάλι τα όνειρα μας, ξαναστήσανε καρτέρι
πάλι με ξόβεργες βγήκανε στους δρόμους
για μια φορά ακόμη, ν’ αλλάξουνε τους νόμους
αυτούς που λένε τ’ άστρα, πως πεθαίνουν στο νυχτέρι.

Πάλι οι ελπίδες πιάστηκαν, στο ουράνιο παρτέρι
και άφησαν σημάδια σε ουράνιους διαδρόμους
ντύσανε τους αέρηδες και πάλι ταχυδρόμους
όμως γκρεμίστηκαν ξανά, σαν είδαν πεφταστέρι.

Πώς να κρατήσεις γαλανό, τ’ όνειρο στο σκοτάδι
πώς να περάσεις αρμαθιά, σε νήμα τόσα αστέρια
και πώς να κάνεις κέντημα, να ‘χει ο ουρανός ταβάνι.

Πώς να μαζέψεις γιασεμιά, στην άνοιξη το βράδυ
πώς να ψαρέψεις ουρανούς, με γυμνωμένα χέρια
πού να ‘βρεις ήσυχη βραδιά, να πας για πυροφάνι.




Η μπαλάντα ια του φιγγάρ΄
         
Μη κλιαίς, ουμοιάζ΄ του δάκρυ σ’ μι μύρου
κι νό σταγόνα απού νια όμουρφ΄ βρουχή,
άμα θέλ’ς, καϊτέρια να κάμου έναν ύρου
βγέ όξου στουν αβρό κι δα μι ιδείς.

Μη κλιαίς, ουμοιάζ΄ του δάκρυ σ’ μι ιόμα
κι νό σταγόνα απου πόλεμου ουργής,
άμα θέλ’ς, καϊτέρια ιατί έχουμι θέμα
βγέ όξου στουν αβρό κι δα μι ιδείς.

Τι φιγγάρ΄ δανά ’μι ιγώ, ένα ψεύκου φιγγάρ΄
στα πιδιά άμα δεν μπουρού, δεν μπουρού να κάμου χάρ΄
ε, δα σιαναουάξου ουρανό, σ’ άου μαχαουά δα πάου
μα όπ’ κι να βριθού, ούλου δα σι αϊγαπάου,

τώρα οι δυό μας στουν αβρό, έουα πέ μι τα είνουρα σ’
κι δα απουμείνου ώς σαμπάλια, κράτα μι κι σ’ν αγκαλιά σ’
κι δα κάμου ό,τι θέλ’ς, χάλιψι όποια θέλ’ς χάρ΄
τι φιγγάρ΄ δανά ’μι αλλιώς,  ένα ψεύκου φιγγάρ΄.



Η μπαλάντα του φεγγαριού

Μην κλαις, μοιάζει το δάκρυ σου με μύρο
και σαν σταγόνα μιας όμορφης βροχής,
αν θες, περίμενε να κάνω έναν γύρο
βγες έξω στην αυλή και θα με δεις.

Μην κλαις, μοιάζει το δάκρυ σου με αίμα
και σαν σταγόνα πολέμου και οργής,
αν θες, περίμενε γιατί έχουμε θέμα
βγες έξω στην αυλή και θα με δεις.

Τι φεγγάρι θα ’μαι εγώ, ένα ψεύτικο φεγγάρι
στα παιδιά αν δεν μπορώ, δεν μπορώ να κάνω χάρη
ε, θ’ αλλάξω ουρανό, σ’ άλλη γειτονιά θα πάω
μα όπου και να βρεθώ, πάντα θα σε αγαπάω,

τώρα οι δυο μας στην αυλή, έλα πες μου τα όνειρα σου
και θα μείνω ως το πρωί, κράτα με στην αγκαλιά σου
και θα κάνω ό,τι θες, ζήτα όποια θέλεις χάρη
τι φεγγάρι θα ’μαι αλλιώς, ένα ψεύτικο φεγγάρι.




Η στρούγκα (Διονυσιακή σάτιρα)

Παλιά είνι η μέθουδους αυτή, τα πρόουατα σ’ στρούγκα
κι ι λόγους είνι προυφανής, να ’νι ούλα σ’ μούγκα
ξέρ’ν πως  ’ς  πάν ια σφαγή, μα δεν ζμπουριάζ’ν τα όρνια
σ’ ένα τραπέζ΄ ή ιουρτή, ταχιά δα έν’ν  ώνια.

’Σ πιρσσότιρις φουρές, δεν έχ’ν ούτι φράχτ΄
όμους υποψιάζουντι, πως ίνι ια τ’ αδράχτ΄
δώσ’ τα κουτόχουρτου να τρών, κι ούλα τ’ αστουχάν΄
πως μι του λίγου του χουρτάρ΄, σι νια ιουρτή δα πάν΄.

Ξέρ’ν καουά πλια οι βουσκοί, πώς να ’ς κουρουϊδεύν΄
δυο χάδια κι λίγου φαΐ, φτάν’ν  κι πιρισσεύν΄
έχ’ν  κι αρχηγό να ιδείς,  που ούλου πρώτους πααίν΄
κι του κοπάδ΄ ακουλουθά , κι ούλα τ’ αστοχά .

Καουά του ’λιγαν οι παλιοί, πως σ’ ζουή τούτ΄
όσου υπάρχ’ν πρόουατα, κάποιοι δα κάμν’ν πλούτ΄
υπάρχ’ν αυτουκίνητα, μα κείν΄ μι τα πόδια
πρόουατα ήταν κι πρόουατα δ’ απουμείν’ν’, πρρρ, βόδια.


Η στρούγκα (Διονυσιακή σάτιρα) Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος

Παλιά είναι η μέθοδος αυτή, τα πρόβατα στη στρούγκα
κι ο λόγος είναι προφανής, να  ’ναι όλα στη μούγκα
ξέρουν πως πάνε για σφαγή, μα δεν μιλούν τα όρνια
σ΄ ένα τραπέζι ή γιορτή, αύριο θα γίνουν ώνια.

Τις περισσότερες φορές, δεν έχουν ούτε φράχτη
όμως υποψιάζονται, πως είναι για τ’ αδράχτι
δώστα κουτόχορτο να τρων, και όλα τα ξεχνάνε
πως με το λίγο το γκαζόν, σε μια γιορτή θα πάνε.

Ξέρουν καλά πια οι βοσκοί, πώς να τους κοροϊδεύουν
δυο χάδια και λίγο φαί, φτάνει και περισσεύουν
έχουνε κι αρχηγό να δεις, που πάντα πρώτος πάει
και το κοπάδι ακολουθεί, και όλα τα ξεχνάει.

Καλά το λέγαν οι παλιοί, πως στη ζωή ετούτη
όσο υπάρχουν πρόβατα, κάποιοι θα κάνουν πλούτη
υπάρχουν αυτοκίνητα, μα εκείνα με τα πόδια
πρόβατα ήταν και πρόβατα θα μείνουν, πρρρ, βόδια.




ΕΛΛΗΝΑΣ

Μπουρεί του ουμούτ΄ απ’ έναν Θιό να είνι
μπουρεί κόμα, η ουργή απ’ έναν διάβουου
ια δεν αντέχιτι ικείν΄ η λιβιντιά
κι η λιφτιριά απ’ έχ΄ καμουμέν΄,
σι νια καρδιά
κι νό φώς άιου,
να τ’ μοιράζ΄ σ’ γουνιές απού τουν κόσμου ούλου.

Μπουρεί τ’ ήλιου ένν’μα να είνι
να ’νι πιδί ινός ζιστού καλουκιριού,
που του φωνάζ΄ γλυκά κοντά μ’ απόμνι
ιατί τιριάζ’ν στου τσιασίτ΄ τ’ ρυθμού,
που πάει παγάλια
κι καϊτιρεί,
άου ξημέρουμα σι νέου ραντιβού.

Μ’ άπ δεν μπουρεί, να μη γράφ΄ ιστουρία
να παίζ΄ θέατρου μι πνεύμα Ιλληνικό,
σι κάθι μάχ΄  ήρουας, σ’ν πρώτ΄ τ’ν ιφκιρία
κι σ’ν αμάθεια, να είνι ιατρικό.

Έλληνας,
άμα δεν τουν έφκιανιν ι Θιός,
κάποιους λαός,
δα τουν είχιν ιφεύρ΄.


ΕΛΛΗΝΑΣ

Μπορεί η ελπίδα ενός Θεού να είναι
μπορεί ακόμη, η οργή ενός διαβόλου,
για δεν αντέχεται εκείνη η λεβεντιά
κι η λευτεριά που έχει καμωμένη,
σε μια καρδιά
και σαν φως άγιο,
να τη μοιράζει στις γωνιές του κόσμου όλου.

Μπορεί του ήλιου γέννημα να είναι
να' ναι παιδί ενός ζεστού καλοκαιριού,
που του φωνάζει γλυκά κοντά μου μείνε
γιατί ταιριάζουνε στο είδος του ρυθμού,
που πάει αργά
και περιμένει,
άλλο ξημέρωμα σε νέο ραντεβού.

Μα δεν μπορεί, να μην γράφει ιστορία
να παίζει θέατρο με πνεύμα Ελληνικό,
σε κάθε μάχη  ήρωας, στην πρώτη ευκαιρία
και στην αμάθεια, να είναι γιατρικό.

Έλληνας,
αν δεν τον έφτιαχνε ο Θεός,
κάποιος λαός,
θα τον είχε εφεύρει.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου